Εδώ και τρία χρόνια περνάω κάμποσους μήνες το χρόνο στην Κέρκυρα.
Μην φανταστείτε ότι μένω στο εμβληματικό Λιστόν, από όπου οι τηλεοράσεις δείχνουν κάθε Μέγα Σάββατο τις στάμνες να σκάνε στο πλακόστρωτο και τις φιλαρμονικές να παιανίζουν. Ούτε στο αριστοκρατικό Τέννις, ανατολικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας που οι αλέες και οι επαύλεις της θυμίζουν αμυδρά το Upper West Side της Νέας Υόρκης. Κατοικώ στην εργατική Γαρίτσα.
Από τον 19ο αιώνα, η Γαρίτσα -όπως και το Μαντούκι, πάνω από το λιμάνι- συγκέντρωνε τον εργατόκοσμο της Κέρκυρας. Δύο εργοστάσια, ένα σχοινοποιείο και ένα αλευροποιείο, απασχολούσαν όσους από τους κατοίκους δεν ήταν ψαράδες. Στα χρόνια της ακμής, περισσότερες από δυο χιλιάδες οικογένειες. Η ζωή στη Γαρίτσα είχε δομηθεί γύρω τους. Οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν ρολόγια, οι σειρήνες των εργοστασίων σήμαιναν τις αλλαγές βάρδιας και ειδοποιούσαν τα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Στον ίσκιο των φουγάρων, είχαν χτιστεί χαμόσπιτα μα και οκέλες, παλαιού τύπου πολυκατοικίες δίχως -εννοείται- ασανσέρ. Τα καφενεία άνοιγαν πριν απ’ το χάραμα, για εκείνους που κατευθύνονταν ή επέστρεφαν από τη δουλειά. Το τσίπουρο δεν συνοδευόταν από τους αναμενόμενους κρύους μεζέδες. Έβαζαν τσουκάλι και σέρβιραν σε πιατάκια τρεις πηρουνιές κανονικό φαϊ, μπουρδέτο ή παστιτσάδα. Οι χειρώνακτες είχαν ανάγκη από τόνωση.
Σήμερα, αρκετές δεκαετίες μετά το κλείσιμο των εργοστασίων, η «μέσα» Γαρίτσα επιμένει να θυμίζει σκηνικό νεορεαλιστικής ταινίας. Στα κατώφλια αράζουν γέροντες και κουτσομπολεύοντα γραϊδια. Στο εντευκτήριο του «Ολύμπου» συχνάζουν οι φανατικοί οπαδοί της αντίπαλης του «Α.Ο. Κέρκυρας» ποδοσφαιρικής ομάδας. Απ’ τη στροφή του δρόμου περιμένεις να εμφανιστεί κάποιος υδραυλικός με το παράστημα του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ή μια κομμώτρια με τις καμπύλες της Σοφία Λόρεν. Η «έξω» Γαρίτσα έχει εμπρός της το μεγάλο άλσος που ξεκινάει από την πόλη και φτάνει έως το Μον Ρεπό. Παρά τη μάλλον πλημμελή φροντίδα του, οι ευκάλυπτοι θάλλουν. Ποδήλατα διασταυρώνονται με παιδικά καρότσια, έφηβοι παίζουν μπάσκετ, ακόμα και τα μεσάνυχτα, ενώ οι πρεσβύτες επιδίδονται στο “boccia”, μια παραλλαγή του μπόουλινγκ – παραολυμπιακό άθλημα, διαδεδομένο σε πενήντα χώρες, που στην Ελλάδα ωστόσο το τιμούν μονάχα στη Γαρίτσα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο σκάνε τα κύματα – είναι ο παρά θιν’ αλός περίπατος που εκτείνεται σε μήκος χιλιομέτρων. Καλάμια και πανέρια με αλιεύματα και με δολώματα, φουφούδες με καλαμπόκια, άνθρωποι πάσης ηλικίας που ρεμβάζουν ή ρομαντζάρουν με θέα το παλιό φρούριο της Κέρκυρας.
Δεν τα αναφέρω όλα ετούτα νοσταλγώντας το ίδιο το παρόν. Η εμπειρία της Γαρίτσας είναι για μένα εκτός από απολαυστική και διδακτικότατη. Καταδεικνύει την υπεροχή του δημόσιου χώρου -του δημόσιου βίου- έναντι του ιδιωτικού. Ο Γαριτσιώτης ίσως να αμείβεται με τον γλίσχρο πλέον βασικό μισθό. Ζει όμως σε έναν κόσμο στα μέτρα του, σε ένα περιβάλλον που τον ψυχαγωγεί και τον εμπνέει. Το βλέμμα του δεν παγιδεύεται απ’ τους σοβάδες ενός διαμερίσματος. Το βήμα του δεν τον οδηγεί μονότονα από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω. Μπορεί να γίνει ερασιτέχνης μουσικός σε κάποια από τις δεκαοχτώ φιλαρμονικές του νησιού, μερακλής ψαράς ή τακτικός θαμώνας των συναυλιών κλασικής, βυζαντινής, αλλά και τζαζ μουσικής που οργανώνονται συχνότατα με ελεύθερη συνήθως είσοδο. Η συμμετοχή του στη συλλογική δράση δεν προϋποθέτει το άνοιγμα του πορτοφολιού του.
Τι σχέση έχει -θα ρωτήσετε- η Γαρίτσα με την Κυψέλη; Η προνομιούχα, φύσει και θέσει, Κέρκυρα με τη δεινοπαθούσα, ασφυκτικά κατοικημένη Αθήνα; Προφανώς μικρή. Πιστεύω εν τούτοις ακράδαντα ότι και η πλέον υποβαθμισμένη αστική γειτονιά μπορεί να ανασάνει, να ξεφύγει απ’ τη μιζέρια της, εάν οι κάτοικοί της αποτινάξουν την εσωστρέφεια, τη μοναχική και καταναλωτική αντίληψη της καθημερινότητας και υιοθετήσουν έναν άλλο τρόπο. Έναν τρόπο ο οποίος να βασίζεται στην αλληλεγγύη και στην από κοινού αξιοποίηση του -περιορισμένου έστω- δημόσιου χώρου.
Ονειρεύομαι μπάντες με πνευστά και κρουστά να ανεβαίνουν την οδό Αγίας Ζώνης. Γκρουπάκια να παίζουν στη Φωκίωνος Νέγρη. Ομάδες εθελοντών να αναλαμβάνουν τον εξωραϊσμό και την καθαριότητα του Πεδίου του Άρεως. Αρνιά να σουβλίζονται στην Πλατεία Αμερικής, τουρνουά σκακιού, αλλά και διαγωνισμούς χορού να εξελίσσονται στη συμβολή Πατησιών και Αλεξάνδρας. «Λεμονιές στην Κοραή, περικοκλάδες στου Ζόναρς…», όπως το τραγουδάει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Εικόνες ενός ευφρόσυνου αθηναϊκού παρελθόντος. Μα και αναμνήσεις, ελπίζω, από το μέλλον.
Facebook
Twitter
Instagram
RSS