Θέλω να σε λένε Σπύρο και να μου πέσει ο Κόντες ο δερματόδετος και να σκύψεις να τον πιάσεις και να μου ψιθυρίσεις πάντα ήθελα να γνωρίσω ένα κορίτσι που έχει την έκδοση με τα προλεγόμενα και να γελάσουμε και να πάμε για τσιτσιμπύρα στου Ζήσιμου και μετά να μου πεις θέλω να γίνεις γυναίκα μου γιατί όταν σε είδα να περπατάς στο καντούνι του Μπίζη άστραψε φως.
Και να με πας απ’ το χεράκι στου Πιτσιλού για μονόπετρο και σκουλαρίκια με ζιργκόν κι εγώ να πω ναι,ναι φυσικά,δέχομαι γιατί μοιάζεις του Κυβερνήτη κι έχεις γκρίζους κροτάφους κι όταν σήκωσες τα άπαντα ήταν σαν να μου δένανε τσιλίχουρδα κασκόλ στην καρωτίδα κι είπα σαν τη Μπερνάρ πνιγμένη στα καντούνια με τις αντεριές θα πάω κι άκουγα τον Αμλέτο στα μεγάφωνα μεσαυγουστιάτικα,να φάω τα κόκαλά μου αν σου λέω ψέμματα, και ναι,βεβαίως, φυσικά,μα δεν το συζητώ αγαπητέ μου Σπύρο.
Και να μας κλείνει μάτι ο ΄Αγιος, ν’ αρχίσουν να χορεύουνε μπουρδέτα , να σπάνε μπότηδες και να περνάνε φιλαρμονικές, μόνο στη νήσο Κορυφώ τυχαίνουν τέτοια-για δες : ο Τόλης με την ΄Αντζελα δεν είναι αυτοί που χαιρετάνε; Θα’ρθει το βράδυ η Λουτσίντα με τα Mοντελάκια για ευχές, βάλε το σμόκιν,θέλω να’σαι άρχοντας.
Και να πηγαίνουμε στα μπάνια του Αλέκου , στο Μαθράκι και στο Μον Ρεπό και να με βάλει στόχο το σκυλόψαρο το άσπρο,ν’ αφρίσει αίμα η θάλασσα μα να σωθώ,να με γλυτώσει ο ΄Αη Σπυρίδωνας από τη δαγκωνιά του πόρφυρα κι όλοι να λένε πω,πω-απ’ τη Βάντα έχει να φανεί, εθαυματούργησε ο ΄Αγιος,να πας γονατιστή στη χάρη Του,να προσκυνήσεις και κλείσε,κλείσε τα παντζούρια να μη βλέπει θάλασσα η σιόρα Πιέρρη,γυρίζει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι η καημένη κι όλο κλαίει.
Facebook
Twitter
Instagram
RSS